λάβαρο

λάβαρο
Αρχικά ήταν είδος ρωμαϊκής σημαίας και επρόκειτο για τετράγωνο ύφασμα, το οποίο κρεμιόταν σε κοντάρι ή ιστό· η λέξη προέρχεται άλλωστε από το λατινικό labarum. Λ. ονομάστηκε και η πρώτη αυτοκρατορική σημαία, την οποία ύψωσε στο Βυζάντιο ο Μέγας Κωνσταντίνος, μετά το όραμα που είδε κατά την εκστρατεία του στην Ιταλία, εναντίον του Μαξεντίου (312). Η σημαία αυτή είχε κατασκευαστεί από πορφυρό τετράγωνο ύφασμα, κρεμασμένο πάνω σε ψηλό περίχρυσο κοντάρι, στην κορυφή του οποίου στηριζόταν χρυσό στεφάνι με τα δύο πρώτα γράμματα του ονόματος του Χριστού. Πάνω στο πολύτιμο ύφασμα του λ., το οποίο ήταν στολισμένο με χρυσά κρόσσια, εικονιζόταν ο αυτοκράτορας και οι δύο γιοι του. Το συγκεκριμένο λ., την περιγραφή του οποίου γνωρίζουμε από κείμενο του επισκόπου Καισαρείας Ευσέβιου, φυλασσόταν από τιμητική φρουρά πενήντα στρατιωτών και παρέμεινε στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης για αρκετούς αιώνες. Στους μεταγενέστερους χρόνους, στις διάφορες εκστρατείες και πομπές, όπου εμφανιζόταν ο αυτοκράτορας, προπορεύονταν δώδεκα άνδρες, κρατώντας ισάριθμα λ. ή βασιλικά φλάμπουρα. Ιδιαίτερη σημασία για το ελληνικό έθνος έχει το περίφημο λ. της Αγίας Λαύρας, που ύψωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός κατά την Επανάσταση του 1821. Πρόκειται για έργο του 16ου αι., φτιαγμένο από μεταξωτό ύφασμα πάνω στο οποίο αναπαρίσταται η Κοίμηση της Θεοτόκου. Τα εικονιζόμενα πρόσωπα έχουν κατασκευαστεί και αυτά από μετάξι, τα ενδύματά τους είναι κεντημένα με χρυσονήματα, ενώ το κεφάλι της Παναγίας είναι στολισμένο με μαργαριτάρια. Σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, το λ. της Επανάστασης έφτασε στην Αγία Λαύρα ως αφιέρωμα πλούσιων ομογενών της Σμύρνης. Στη σύγχρονη εποχή, λ. ονομάζονται οι ιερές σημαίες των εκκλησιών, οι οποίες διασώζουν την αρχική μορφή του λ., φέροντας στην επιφάνειά τους ζωγραφισμένες ή χρυσοκέντητες παραστάσεις αγίων ή άλλων ιερών σκηνών· αυτά τα λ. προηγούνται στις ιερές λιτανείες. Λ. ονομάζονται ακόμη και οι σημαίες ορισμένων συλλόγων, σωματείων ή ιδρυμάτων.
* * *
το (AM λάβαρον, Α και λάβουρον και λάβωρον)
είδος ρωμαϊκής σημαίας στην οποία ο Μέγας Κωνσταντίνος προσέθεσε τα χριστιανικά σύμβολα και τήν καθιέρωσε ως αυτοκρατορική
νεοελλ.
πολυτελές ύφασμα ποικιλμένο ή ζωγραφισμένο με ιερές παραστάσεις, το οποίο είναι αναρτημένο σε κοντάρι και βρίσκεται σε ναούς
νεοελλ.-μσν.
(γενικά) σημαία πολεμική, συλλόγου, σωματείου κ.λπ. («με τών εθνών τά λάβαρα πώς σέρνουν το κατόπιν καρδιές ευκολομάλαχτες θαμποί πατριδοκόποι», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. labarum «βασιλική σημαία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λάβαρο — το (λ. λατ.) 1. σημαία συλλόγου ή σωματείου: Τα λάβαρακυμάτιζαν στην παρέλαση. 2. ύφασμα με αγιογραφικές παραστάσεις: Το λάβαρο της Επανάστασης του 1821 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπαντιέρα — και παντιέρα, η (Μ μπαντιέρα και παντιέρα) σημαία, μπαϊράκι, λάβαρο νεοελλ. φρ. α) «σηκώνω μπαντιέρα» επαναστατώ, στασιάζω, εξεγείρομαι β) «ο καθένας έχει τη μπαντιέρα του» ο καθένας ακολουθεί τον δικό του δρόμο, ο καθένας κάνει αυτό που θέλει.… …   Dictionary of Greek

  • φλάμπουρο — Πολεμική σημαία. Έτσι ονομάζονταν οι πολεμικές σημαίες στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821, καθώς και οι σημαίες των κλεφτών και των Σουλιωτών. Φ. ή φλάμουλο (από τη λατινική λέξη flammulun = σημαία με το χρώμα της φλόγας) είναι και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Manos Katrakis — (Μάνος Κατράκης), né le 14 août 1908 à Kastelli Kissamos, dans le département de La Canée et mort le 3 septembre 1984, est un acteur grec de théâtre et de cinéma. Il a joué notamment dans Voyage à Cythère (Taxidi sta Kythira)… …   Wikipédia en Français

  • Катракис, Манос — Манос Катракис греч. Μάνος Κατράκης Дата рождения: 14 августа 1908(1908 08 14) …   Википедия

  • Ναΐτες — θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα που ιδρύθηκε το 1118 με σκοπό την προστασία των προσκυνητών, οι οποίοι πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, και την άμυνα της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Τον πυρήνα του τάγματος αποτέλεσε ο ιππότης Ούγο ντε Παγιάν από την …   Dictionary of Greek

  • αετοφόρος — (aetophorus). Ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των καραβίδων. Το σώμα τους είναι πολύ μικρό και φτάνει μόλις τα 0,6 έως 0,7 εκ. Ζουν κοντά σε έλη και κάτω από πέτρες και κορμούς δέντρων. Είναι έντομα νυχτόβια και φυτοφάγα. * *… …   Dictionary of Greek

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • βήλον — Το παραπέτασμα που κλείνει την Ωραία Πύλη, στη χριστιανική εκκλησία. Η λέξη β. είναι βυζαντινή και προέρχεται από τη λατινική velum, που σημαίνει παραπέτασμα, αυλαία: τα β. της εκκλησίας, τα β. του θεάτρου. Έχει επίσης και την έννοια της σημαίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”